αὐτοαγαθός

αὐτοαγαθός
αὐτοαγαθός
good in itself
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυτοαγαθός — αὐτοαγαθός, ή, όν (AM) 1. ο απόλυτα αγαθός, η ίδια η αγαθότητα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αυτοαγαθόν η απόλυτη αγαθότητα, η ιδέα του αγαθού …   Dictionary of Greek

  • αὐτοαγαθά — αὐτοαγαθόν the ideal good neut nom/voc/acc pl αὐτοαγαθός good in itself neut nom/voc/acc pl αὐτοαγαθά̱ , αὐτοαγαθός good in itself fem nom/voc/acc dual αὐτοαγαθά̱ , αὐτοαγαθός good in itself fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

  • αὐτοαγαθῶν — αὐτοαγαθόν the ideal good neut gen pl αὐτοαγαθός good in itself fem gen pl αὐτοαγαθός good in itself masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοαγαθόν — the ideal good neut nom/voc/acc sg αὐτοαγαθός good in itself masc acc sg αὐτοαγαθός good in itself neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοαγαθοῦ — αὐτοαγαθόν the ideal good neut gen sg αὐτοαγαθός good in itself masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοαγαθῷ — αὐτοαγαθόν the ideal good neut dat sg αὐτοαγαθός good in itself masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”